μονόκλαδος

μονόκλαδος
μονόκλαδος, ὁ (Α)
ακέραιος, ολόκληρος κλάδος («μονόκλαδον ἀπὸ περσειδίου ἐξηραμμένον ἄξιον δραχμῶν ἕξ», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + κλάδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μονόκλαδος — single branch masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλάδος — (I) ο (AM κλάδος) βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλαδί, κλαρί, κλώνος («ἀπὸ δὲ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός συνόλου (α. «η γεωμετρία είναι κλάδος τών μαθηματικών», β.… …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • μονοκλαδώ — μονοκλαδῶ, έω (Μ) [μονόκλαδος] 1. είμαι ο μόνος βλαστός, ο μόνος κλάδος 2. μτφ. είμαι μοναχοκόρη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”